πεντηρικός

πεντηρικός
-ή, -όν, Α [πεντήρης]
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πέντε σειρές κουπιών
2. φρ. «πεντηρικὸν πλοῑον» — πολεμικό πλοίο με πέντε σειρές κουπιών, πεντήρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”